- μύρσινος
- Παραθαλάσσια πόλη της αρχαίας Ήλιδας, που αναφέρεται από τον Όμηρο. Την εποχή του Στράβωνα, η πόλη ονομαζόταν Μυρούνιον και βρισκόταν στο δρόμο που πήγαινε από τη Δύμη στην ‘Ηλιδα.
* * *μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, -ίνη, -ον (Α)1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρσίνη, μύρτινος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μύρσινοςμυρσίνη3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυρσίνηκοίλη σμίλη4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μύρσινοντο κατώτερο μέρος τού ανδρικού αιδοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτινος (< μύρτος) με συριστικοποίηση τού -τ- σε -σ- πριν από το -ι-, πρβλ. *φύτις (< φυτό) -φύσις, πέρυτι-πέρυσι. Στην αττ. διάλ. μετά την συριστικοποίηση το -σ- τού συμπλέγματος -ρσ- αφομοιώνεται σε -ρ- μύρρινος (πρβλ. θάρσος - θάρρος, ἄρσην - ἄρρην)].
Dictionary of Greek. 2013.